- καλογεροπαίδι
- τονεαρός δόκιμος καλόγερος, ο οποίος δεν έχει ακόμη καρεί ως μοναχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερος + -παίδι (< παιδί), πρβλ. αρχοντο-παίδι, παπαδοπαίδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλογεροπαίδι — το νεαρός ντυμένος το μοναχικό ράσο ως δόκιμος μοναχός: Ήταν στο μοναστήρι καλογεροπαίδι, αλλ ύστερα πέταξε τα ράσα και παντρεύτηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλογεράκι — το (Μ καλογεράκι) ο μικρής ηλικίας μοναχός, το καλογεροπαίδι νεοελλ. 1. παιδί για το οποίο έχουν τάξει να φέρει μοναχική περιβολή για ορισμένο χρονικό διάστημα 2. μτφ. μικρός βράχος απομονωμένος ή που βρίσκεται μαζί με άλλους βράχους και… … Dictionary of Greek
Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… … Dictionary of Greek
Ησαΐας — I (8oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος προφήτης που έζησε στην Ιερουσαλήμ, εμπνευστής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που εισήγαγε ο βασιλιάς Εζεκίας. Κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά τη διάρκεια οράματος εντός του Ναού και ενώ τα Σεραφείμ… … Dictionary of Greek
καλογεράκι — το καλογεροπαίδι: Το μοναστήρι αυτό έχει τρία καλογεράκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)